ἄλοβος
English (LSJ)
ἄλοβον, with lobe wanting, of livers of victims, ἄ. ἱερά X.HG3.4.15, Plu.Ages.9, Arr.An.7.18.4.
Spanish (DGE)
-ον
falto de un lóbulo hepático fig. infausto, desfavorable ἱερά X.HG 3.4.15, Plu.Ages.9, Arr.An.7.18.4.
German (Pape)
[Seite 108] von den Lebern der Opferthiere, die einen der Leberlappen, λοβός, nicht haben u. dah. eine ungünstige Vorbedeutung gaben, Xen. Hell. 3, 4, 15; Plut. Ages. 9 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans lobes en parl. des entrailles de la victime ; sinistre, de mauvais augure.
Étymologie: ἀ, λοβός.
Russian (Dvoretsky)
ἄλοβος: с недостающей долей, т. е. являющийся дурным предзнаменованием (как всякий анатомический дефект, обнаруженный при вскрытии жертвенного животного) (ἦπαρ Plut.; ἱερά Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλοβος: -ον, ὁ ἄνευ λοβοῦ, ἐπὶ τοῦ ἥπατος τῶν θυμάτων: ἄλ. ἱερά, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15, κτλ., ἴδε Ellendt Ἀρρ. Ἀν. 7. 18.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄλοβος, -ον) λοβός
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει λοβό
αρχ.
(για θυσιαζόμενα ζώα) αυτός που στερείται λοβού του ήπατος και για τούτο δυσοίωνος.
Greek Monotonic
ἄλοβος: -ον, αυτός που δεν έχει λοβό, λέγεται για το συκώτι των θυμάτων, σε Ξεν.