ἄπουρον

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

German (Pape)

[Seite 333] δράμημα τῆς πάτρας νωτίσαι Soph. O. R. 194, von den Gränzen, d. i. fern vom Vaterlande. Vgl. πρόσουρος.