ἄχροια
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ἡ,
A absence of colour, Plot.2.4.10.
2 loss of colour, paleness, Hp.Prorrh.2.24, Arist.Pr.967a8; opp. εὔχροια, Thphr. Sud. 39.
II (ἀ- copul.) likeness in colour, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Coac.333, Aret.SD 2.10.1, Q.S.8.209
1 medic. palidez como síntoma, Hp.l.c., cf. Epid.6.6.7 (cód.), Prorrh.2.24, Aret.l.c., Gal.10.238, Q.S.8.209, 9.471
•mal color op. εὔχροια Arist.Pr.967a8, cf. Thphr.Sud.39, Hp.Vict.3.76.
2 ausencia de color Plot.2.4.10.
German (Pape)
[Seite 420] ἡ, Farblosigkeit, Blässe, Medic.
Russian (Dvoretsky)
ἄχροια: ἡ бесцветность, бледность Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχροια: ἡ, ἔλλειψις χρώματος, ἀπώλεια χρώματος, ὠχρότης, Ἱππ. Προρρ. 107. Ἀριστ. Πρβλ 38. 4· ἀντίθετον τῷ εὔχροια, Θεοφρ. Ἀποσπ. 9. 39.
Greek Monolingual
η (Α ἄχροια)
1. έλλειψη ή απουσία χρώματος
2. απώλεια του χρώματος, ξεθώριασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χροιά < χρως (-ωτός) «επιδερμίδα, χρώμα επιδερμίδας, χρώμα»].