ἐγκλιδόν
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
Adv. leaning, bent down, h.Hom.23.3; ἐ. ὄσσε βαλοῦσα aslant or askance, A.R.3.1008; ἐ. ὤμῳ κεφαλὴν ἐρεισαμένη AP5.249 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
(ἐγκλῐδόν)
adv. hacia un lado, a un lado Θέμιστι ἐ. ἑζομένῃ h.Hom.23.3, ἐ. ὄσσε βαλοῦσα desviando la mirada A.R.3.1008, ἐ. ὤμῳ ἡμετέρῳ κεφαλὴν ... ἐρεισαμένη apoyando la cabeza a un lado sobre mi hombro, AP 5.250 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 708] sich neigend, geduckt; H. h. 23, 3; ἐγκλιδὸν ὄσσε βαλεῖν, seitwärts blicken, Ap. Rh. 3, 1008; vgl. Opp. Cyn. 1, 356; ἐγκλιδὸν ὤμῳ κεφαλὴν ἐρεισαμένη Paul. Sil. 5 (V, 250).
French (Bailly abrégé)
adv.
en se penchant.
Étymologie: ἐγκλίνω, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκλῐδόν: adv. наклонившись, согнувшись (ἑζόμενος HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλῐδόν: ἐπίρρ., κατὰ κεκλιμένον τρόπον, Ὕμν. Ὁμ. 22· ἐγκλιδὸν ὄσσε βαλοῦσα, ῥίψασα πλάγιον βλέμμα, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1008· πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 250.
Greek Monolingual
ἐγκλιδόν επίρρ. (Α)
πλάγια, λοξά.
Greek Monotonic
ἐγκλῐδόν: επίρρ., κεκλιμένα, γερτά, σκυφτά, λοξά, σε Ομηρ. Ύμν.