ἐγχάσκω
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
fut. ἐγχανοῦμαι: aor. ἐγχανεῖν:—lit.,
A gape, πρὸς τὴν σελήνην Luc.Icar.13; ἐγχάσκω τῷ πλακοῦντι to gape for it, Alciphr.1.22.
II grin or scoff at one, ἐγχάσκειν σοι Ar.V.721; προσέχειν διαλεγομένῳ καὶ ἐ. Phld.Vit.p.41 J., cf. Luc.Merc.Cond.14; τῇ 'μῇ μωρίᾳ S.Ichn. 343; ἐγχανεῖται ταῖς ἐμαῖς τύχαισι Ar.Ach.1197; ἐγχανεῖται τῇ πόλει Id.Eq.1313: c. part., μὴ γὰρ ἐγχάνῃ ποτὲ.. ἐκφυγών let him not taunt [us] with his having escaped, Id.Ach.221.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνχ- Aristo Phil.14.8
• Morfología: [fut. contr. 3a sg. ἐγχανεῖ Ar.V.1349; aor. opt. 3a sg. ἐγχάνοι Ar.Ach.1197]
1 abrir la boca, estar boquiabierto ante ἐξόπισθε ... ἐγχάσκει τὴν γλῶσσαν ελων va detrás con la lengua fuera Call.Fr.191.82, εἰς αὐτὴν (γυναῖκα) ἐγκέχηναν LXX 1Es.4.19, ἐγχανὼν τῷ πλακοῦντι un parásito ante un pastel que no acaba de llegar, Alciphr.3.39.1, πρὸς τὴν σελήνην τρὶς ἐγχανὼν προσεύχεσθαι Luc.Icar.13.
2 reírse, burlarse de c. dat. ταῖς ἐμαῖς τύχαισιν Ar.Ach.1197, κἀγχανεῖ τούτῳ (τῷ πέει) Ar.V.1349, cf. 721, ἐγχάσκοντα τῇ 'μῇ μωρίᾳ S.Fr.314.353 (cj.), προσέχειν μὲν διαλεγομένῳ καὶ ἐνχάσκειν Aristo Phil.l.c., ἰδιώταις ἀνθρώποις ἐγχανών Luc.Peregr.13, ἄπεισί σοι πλατὺ ἐγχανών Luc.Merc.Cond.14, c. el dat. sobreentendido ἐγχανὼν τεθνήξεις te morirás riéndote (de mí), Ar.Nu.1436
•tb. en v. med. ἐγχανεῖται τῇ πόλει Ar.Eq.1313, οὐ ... ἐμοῦ ζῶντος ἐγχανοῦνται mientras yo viva no se reirán (de mí), Ar.Lys.271
•c. part. κοὐκ ἐγχανεῖται σ' ἐξαπατῶν Ὑπέρβολος Hipérbolo no se reirá después de haberte engañado Ar.V.1007, μὴ γὰρ ἐγχάνοι ποτὲ μηδέ περ γέροντας ὄντας ἐκφυγὼν Ἀχαρνέας Ar.Ach.222.
German (Pape)
[Seite 712] praes., = ἐγχαίνω, Ar. Vesp. 721.
French (Bailly abrégé)
c. ἐγχαίνω.
Étymologie: ἐν, χάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχάσκω: Arph. (только praes.) = ἐγχαίνω 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχάσκω: μέλλ. ἐγχανοῦμαι: ἀόρ. ἐγχανεῖν (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἐγχαίνω, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ): - κατὰ λέξιν, χάσκω, πρὸς τὴν σελήνην Λουκ. Ἰκαρομ. 13· ἐγχ. τινί, χάσκω διά τι, Ἀλκίφρων 1. 22. ΙΙ. σαρκάζω, χλευάζω, ἐμπαίζω τινά, ἐγχάσκειν σοι Ἀριστοφ. Σφ. 721· κᾆτ’ ἐγχάνοι ταῖς ἐμαῖς τύχαισιν ὁ αὐτ. Ἀχ. 1197· ἐγχανεῖται τῇ πόλει Ἱππ. 1313· μετὰ μετοχῆς, μὴ γὰρ ἐγχάνῃ ποτὲ.. ἐκφυγὼν Ἀχ. 221.
Greek Monolingual
ἐγχάσκω (Α)
1. χάσκω
2. αισθάνομαι ζωηρή επιθυμία
3. γελώ σαρκαστικά, χλευάζω, κοροϊδεύω.
Greek Monotonic
ἐγχάσκω: μέλ. -χανοῦμαι, απαρ. αορ. βʹ ἐγχανεῖν (όπως αν προερχόταν από το *ἐγχαίνω)·
I. χάσκω, μένω με το στόμα ανοικτό, σε Λουκ.
II. μορφάζω σαρκαστικά ή χλευάζω, κοροϊδεύω κάποιον, με δοτ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. -χανοῦμαι aor2 inf. ἐγχανεῖν [as if from *ἐγχαίνω
I. to gape, Luc.
II. to grin or scoff at one, c. dat., Ar.