ἐκδικαστής
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ἐκδικαστοῦ, ὁ, avenger, πατρός E.Supp.1152 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 757] ὁ, der Rächer, Eur. Suppl. 1153.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vengeur.
Étymologie: ἐκδικάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδῐκαστής: οῦ ὁ мститель (τοῦ φθιμένου πατρός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδῐκαστής: -οῦ, ὁ, τιμωρός, ἐκδικητής, πατρὸς ἐκδ. Εὐρ. Ἱκ. 1153.
Greek Monolingual
ἐκδικαστής, ο (Α)
εκδικητής, τιμωρός.
Greek Monotonic
ἐκδῐκαστής: -οῦ, ὁ, εκδικητής, τιμωρός, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐκδῐκαστής, οῦ, [from ἐκδῐκάζω]
an avenger, Eur.