ἐκτιμάω
English (LSJ)
A honour highly, S.El.64 (Pass.), Plb.30.19.3, etc.; honour too highly, πλοῦτον Longin.44.7; ἐκτετιμημένος overpriced, Arist. Oec.1352b5.
II estimate, Pl.Ep.347b.
Spanish (DGE)
(ἐκτῑμάω)
• Morfología: [3a plu. fut. dór. ἐκτιμασέντι SEG 50.1638.57 (Cirene IV a.C.)]
I ἐκ c. matiz perf.
1 honrar completamente, apreciar sobremanera, tener en alta estima τοιοῦτον ἄνθρωπον ἐπὶ τοσοῦτον Plb.30.19.3, cf. Cleom.2.1.418, τὰ βασίλεια ... τὰ ἐν Περσεπόλει Str.15.3.3, Ἀντώνιος ... ἐξετίμησεν ἐπὶ πλέον τὴν Κλεοπάτραν Str.17.1.11, ὑπὲρ τὸ μέτριον ... βασιλείαν D.H.2.60, τὸν πλοῦτον οὐ πέρα τοῦ δέοντος D.H.7.25, cf. Longin.44.7, τὸ ὕδωρ Ph.2.96, ὄψεως ἀπάτην ἐξέτιμησε Ph.2.455, τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἑβδόμην del Sábado, Ph.2.137, τὰ ἄλογα τῶν ζώων Clem.Al.Prot.2.39, τὰς ἰδέας Syrian.in Metaph.81.18, c. doble ac. ἐκτιμώντων Ἀρχέλαον βασιλέα I.AI 17.195, c. dat. instrum. τούτοις (ἐπαίνοις) ἐξετίμησε τὸν βασιλέα I.AI 7.7, en v. pas. (οἱ σοφοί) ἐκτετίμηνται πλέον S.El.64, (τὸ σίλφιον) ἐκτετίμηται παρ' αὐτοῖς Arist.Fr.528, ὁ Ἀπόλλων Str.13.2.5, τά τε τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Κόρης ἱερά Str.8.3.15, ἡ ἑβδομάς el Sábado Ph.1.30, cf. 2.286, ref. al dinero, Plb.6.46.2, νῆσος ἐν τῷ Πόντῳ Ael.NA 6.40.
2 estimar el valor de, valorar, tasar τάλαντα ... ἐστίν ..., ἂν ἐκτιμᾷ τις ὀρθῶς, ἑκατὸν ἡ Δίωνος οὐσία Pl.Ep.347b, τὰ χρήματα SEG 50.1638.43, cf. 57 (Cirene IV a.C.).
3 valorar o apreciar con exceso μὴ ... ἐθίσῃς ἐκτιμᾶν αὐτὰ (τὰ παρόντα) M.Ant.7.27, τὰ στοιχεῖα Clem.Al.Strom.1.11.50, en v. pas. ἐκτετιμημένα (τὰ ἀγοράσματα) λογίζεσθαι cargar en cuenta (las mercancías) con precio excesivo Arist.Oec.1352b5.
II ἐκ c. matiz separat. desprestigiar, despojar de la honra en v. pas. (ὁ δὲ ἄδικος) ἐκτιμηθῆναι ἔταξε τὸν δίκαιον Rom.Mel.69.λβʹ.2.
German (Pape)
[Seite 781] sehr schätzen, ehren; Soph. El. 64; Pol. 6, 46, 2; zu hoch schätzen, Arist. Oec. 2, 33; Dion. Hal. 2, 60.
French (Bailly abrégé)
ἐκτιμῶ :
honorer hautement, vénérer.
Étymologie: ἐκ, τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτῑμάω:
1 глубоко почитать, ценить (τινα Polyb.), pass. быть почитаемым Soph.;
2 переплачивать: ἀγοράσματα ἐκτετιμημένα Arst. товары, купленные по слишком высоким ценам;
3 оценивать: ἂν ἐκτιμᾷ τις ὀρθῶς Plat. при правильной оценке.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτιμάω: μεγάλως τιμῶ, Σοφ. Ἠλ. 64, Πολύβ. 30. 17, 3, κτλ.· ὑπερτιμῶ, ἐπὶ πωλουμένων πραγμάτων, ἐκτετιμημένα λογίζεσθαι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34, 5, Λογγῖν. 44. 7. ΙΙ. ἐκτιμῶ, ὁρίζω τὴν τιμήν, Πλάτ. Ἐπιστ. 347Β.
Greek Monotonic
ἐκτῑμάω: μέλ. -ήσω, αποδίδω υψηλές τιμές, σε Σοφ.