ἐλαφηβολία
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
Ep. ἐλαφηβολίη, ἡ, shooting of deer, Call.Dian.262: in plural, S.Aj.178 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἐλᾰφηβολία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ἐλαφηβολίη Call.Dian.262; ἐλᾰφᾱ- S.Ai.178; ἐλαφο- Eust.521.3
caza del ciervo μηδ' ἐλαφηβολίην μηδ' εὐστοχίην ἐριδαίνειν ... τινά que nadie compita en la caza del ciervo ni en buena puntería con Ártemis, Call.l.c., ἄδωροι ... ἐλαφαβολίαι caza de ciervos sin ofrendas a Ártemis, S.l.c., cf. Eust.l.c.
German (Pape)
[Seite 792] ἡ, das Hirschschießen, die Hirschjagd; Soph. Ai. 178 im plur.; Callim. Dian. 262.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chasse au cerf.
Étymologie: ἐλαφηβόλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰφηβολία: дор. ἐλᾰφᾱβολία ἡ pl. охота на оленей Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰφηβολία: ἡ, τὸ βάλλειν, θηρᾶν ἐλάφους, ἄγρα ἐλάφων, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 262· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Αἴ. 178.
Greek Monolingual
ἐλαφηβολία και ἐλαφηβολίη, η (Α)
σκόπευση, κυνήγι ελαφιού.
Greek Monotonic
ἐλᾰφηβολία: ἡ, κυνήγι ελαφιού, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐλᾰφη-βολία, ἡ,
a shooting of deer, Soph. [from ἐλαφηβόλος