ἐλεγξίγαμος
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
[ῐ], ον, testing a wife's fidelity, ποταμός AP9.125.
Spanish (DGE)
-ον
que prueba la legitimidad de un hijo ποταμός del agua del Rin en una ordalía AP 9.125.
German (Pape)
[Seite 793] ποταμός, die Ehe prüfend, bewährend, ep. symm. her. 32 (IX, 125).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui éprouve ou conserve la fidélité conjugale.
Étymologie: ἐλέγχω, γάμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγξίγᾰμος: водами которого проверялась супружеская верность (у кельтов) (ποταμός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγξίγᾰμος: -ον, ὁ ἐξελέγχων τὸν γάμον, δοκιμάζων τὴν πίστιν τῆς συζύγου, Ἀνθ. Π. 9. 125.
Greek Monolingual
ἐλεγξίγαμος, -ον (Α)
αυτός που ελέγχει τον γάμο, που δοκιμάζει τη συζυγική πίστη.
Greek Monotonic
ἐλεγξίγᾰμος: -ον, αυτός που αποδεικνύει την πίστη της συζύγου του, σε Ανθ.