ἐναποθλίβω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
[ῑ], squeeze in, ib.541 (s.v.l.), Archig.(?)ap.Gal.12.858:—Pass., Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).148.
Spanish (DGE)
exprimir, estrujar οἰσυπηρὰ ἔρια ἐναπόθλιβε χλιαίνων Archig. en Gal.12.858, cf. 14.355, en v. pas. τὸ πνευματικὸν ἐναποθλίβεται Harp.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).148.5
•fig., c. dat. exprimir en λιβάδας ... ταῖς ἑαυτῶν ψυχαῖς Ph.1.541.
German (Pape)
[Seite 828] darin zerquetschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποθλίβω: ἐντός τινος θλίβω, τὸν ὀπὸν ἐξάγω διὰ θλίψεως, Εὐμάθ. 4. 11.
Greek Monolingual
ἐναποθλίβω (AM)
συμπιέζω με κάτι ή μέσα σε κάτι.