ἐναποστάζω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
drip with, λύθρου Lib.Decl.40Intr.1.
Spanish (DGE)
gotear αἱ χεῖρες τοῦ λύθρου Lib.Decl.40.proem.1.
German (Pape)
[Seite 828] (s. στάζω), darin herabtröpfeln, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποστάζω: ἀποστάζω ἔν τινι, μέλος τι τερπνόν … τοῖς ὠσὶν ἐναποστάζειν τῶν ἀκροατῶν Φωτίου Βιβλιοθ. Κῶδ. 128, σ. 96. ΙΙ. ἀμεταβ., στάζω τι, αἱ χεῖρες τοῦ λύθρου ἐναποστάζουσι Λιβάν. 4. 582.
Greek Monolingual
ἐναποστάζω (AM)
1. στάζω κάτι
2. στάζω μέσα σε κάτι, γεμίζω κάτι στάζοντας, με σταλαγματιές, με στάλες
3. μτφ. σταλάζω, διοχετεύω σιγά σιγά κάτι, ενσταλάζω («μέλος τοῖς ὠσὶν ἐναποστάζειν τῶν ἀκροατῶν», Φώτ.).