ἐνθριόω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
(θρῖον)
Awrap in a fig-leaf: muffle up, in pf. Pass., ἐντεθριῶσθαι Ar.Lys.664.
II metaph., deceive, cozen, Men.Sam.241; cf. ἐντεθρίωκεν· ἐνείληκεν, ἐσκεύακεν, Hsch.
Spanish (DGE)
(ἐνθρῑόω)
I intr. en v. med.-pas. envolverse en la capa, embozarse οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει (τὸν ἄνδρα) Ar.Lys.663.
II tr. en v. act.
1 envolver en hojas de higuera Hsch.s.u. ἐνεθρίωσαν.
2 envolver, enredar fig. engañar ἆρ' ὁ σός με παῖς ἐντεθρίωκεν; Men.Sam.586, cf. Hsch.s.u. ἐντεθρίωκεν.
3 estar poseído, en éxtasis, ser presa de delirio Hsch.s.u. ἐντεθρίωκεν.
German (Pape)
[Seite 843] (in ein Feigenblatt, θρῖον) einwickeln, Ar. Lys. 664.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθρῑόω: досл. заворачивать в фиговые листья, перен. закутывать (οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρῑόω: (θρῑον) τυλίσσω ἐντὸς φύλλου συκῆς, περιβάλλω, περικαλύπτω, «κουκουλώνω», ἀλλ’ οὐκ ἐντεθριᾶσθαι πρέπει Ἀριστοφ. Λυσ. 664.
Greek Monolingual
ἐνθριῶ, ἐνθριόω (Α)
1. περιτυλίγω σε φύλλο συκιάς, περικαλύπτω, περιβάλλω
2. συνεκδ. (παβ.) σκεπάζομαι μ' ένα ρούχο («ἀλλ' οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει», Αριστοφ.)
3. εξαπατώ, τυλίγω κάποιον στα δίχτια μου («ὁ σός με παῖς ἐντεθρίωκεν», Μέν.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐντεθρίωκεν, ἀνείληκεν... Δηλοῖ δὲ καὶ τὸ βακχεύειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θρίον «φύλλο συκιάς»].