ἐπανεγείρω
From LSJ
English (LSJ)
= ἀνεγείρω, Hp.Prorrh.2.4, Plu.2.101a.
German (Pape)
[Seite 901] (s. ἐγείρω), aufwecken, aufregen, Hippocr., Plut. de virt. et. vit. 2 E.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Pass. ἐπανεγερθείς;
réveiller, ranimer.
Étymologie: ἐπί, ἀνεγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανεγείρω: возбуждать, пробуждать (τὸ κακόηθες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανεγείρω: ἀνεγείρω, Ἱππ. 85Ε, Πλούτ. 2. 101Α.
Greek Monolingual
ἐπανεγείρω (AM) εγείρω
ξεσηκώνω, εξερεθίζω («ἐπανεγείρει το... ἀκόλαστον», Πλούτ.)
μσν.
αντιμιλώ («πρὸς ἐμέ λόγους ἐπανεγείρεις», Πουλολ.).