ἐπαυλέω

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαυλέω Medium diacritics: ἐπαυλέω Low diacritics: επαυλέω Capitals: ΕΠΑΥΛΕΩ
Transliteration A: epauléō Transliteration B: epauleō Transliteration C: epavleo Beta Code: e)paule/w

English (LSJ)

A accompany on the flute, τῇ θυσίᾳ Luc.Sacr.12: abs., Id.Salt.10.
2 c. acc. cogn., ἐ. τινὶ τὸν ἐνόπλιον Epich.75:—Pass., μέλος ἐπαυλεῖται is played on the flute, E.HF897 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 906] die Flöte dazu blasen; δάϊον μέλος ἐπαυλεῖται, ein Lied wird dazu geblasen, Eur. Herc. fur. 895; αὐτοῖς ἐπαυλῆσαι μέλος Sext. Emp. adv. mus. 8; τῇ θυσίᾳ ἐπηύλουν Luc. sacrif. 12; τινὶ ἐνόπλιον, vorspielen, Ath. IV, 184.

French (Bailly abrégé)

ἐπαυλῶ :
impf. ἐπηύλουν, ao. ἐπηύληασα;
accompagner avec la flûte, τινι.
Étymologie: ἐπί, αὐλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαυλέω: сопровождать игрой на свирели (τῇ θυσίᾳ Luc.; τὸ σπονδεῖον μέλος τινί Sext.); pass. петься в сопровождении свирели (δάϊον μέλος ἐπαυλεῖται Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαυλέω: αὐλῶ ἐπί τινι, τῇ θυσίᾳ ἐπαυλοῦν, περὶ τοῦ μυκηθμοῦ τῶν θυομένων ζῴων, Λουκ. περὶ Θυσ. 42· ἀπολύτ., αὐλητής... ἐπαυλῶν καὶ κτυπῶν τῷ ποδὶ ὁ αὐτ. π. Ὀρχ. 10. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αὐλῶ εἴς τινα, τὴν Ἀθηνᾶν δέ φησιν Ἐπίχαρμος ἐπαυλῆσαι τοῖς Διοσκόροις τὸ ἐνόπλιον Ἀθήν. 184F. - Παθ., μέλος ἐπαυλεῖται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 895. 3) ἀντηχῶ πρὸς τὰ αὐλήματα τῶν ποιμένων αἱ σκοπιαὶ ἐπαυλοῦσαι Λουκ. π. Οἴκου 3.

Greek Monotonic

ἐπαυλέω: μέλ. -ήσω,
1. συνοδεύω στον αυλό, με δοτ., σε Λουκ.
2. Παθ., παίζομαι στον αυλό, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to accompany on the flute, c. dat., Luc.
2. Pass. to be played on the flute, Eur.