ἐπιβρύκω
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ],
A snap at another, dub. for ἀπο-, Archipp.35.
II. ἐ. ὀδόντα gnash the teeth, AP7.433 (Tymn.):—also in form ἐπιβρύχω, abs., gnash the teeth, Herod.6.13.
German (Pape)
[Seite 931] zusammenbeißen, ὀδόντα Tymn. 4 (VII, 433); κἀπέβρυξε Archipp. Schol. Ar. Vesp. 416.
French (Bailly abrégé)
faire grincer ; abs. grincer des dents.
Étymologie: ἐπί, βρύκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβρύκω: (ῡ) стискивать (ὀδόντας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβρύκω: ῡ, μέλλ. -ξω, δαγκάνω τινά, ἐπιτίθεμαι κατά τινος διὰ τῶν ὀδόντων, «τὸν ἁρπάζω μὲ τὰ ’δόντια», Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 2. ΙΙ. ἐπ. ὀδόντας, πρίειν, τρίζειν τοὺς ὀδόντας, Ἀνθ. Π. 7. 433.
Greek Monolingual
ἐπιβρύκω και ἐπιβρύχω (Α)
τρίζω τα δόντια.
Greek Monotonic
ἐπιβρύκω: [ῡ], μέλ. -ξω, τρίζω τα δόντια, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. ξω
to gnash, Anth.