ἐπιδέκατος
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
ἐπιδέκατον,
A containing an integer and one-tenth: hence ἐ. λόγος ratio of ΙΙ: 10, lamb.in Nic.p.54P.
II. one in ten: hence substantive ἐπιδέκατον, τό,
1. tenth, tithe, Lex ap.And.1.96, X.HG1.7.10, Lex ap.D.43.71; ἐ. τόκοι interest of 10%, IG12.377, Arist.Rh.1411a17, Oec.1346b32.
2. payment of 10% on account, IG11.161A79 (Delos, iii B.C.).
3. payment of 10% as παρακαταβολή (q.v.), ib.5(2).357 (Stymphalus), PHal.1.63 (iii B.C.); προδικία ἄνευ ἐπιδεκάτων IG12 (8).640 (Peparethus, ii B.C.).
4. additional, extra payment of onetenth, PHib.1.32.9 (iii B.C.), PAmh.2.33.32 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 935] noch dazu ein Zehntel, d. i. elf Zehntel, Nicom. arithm. u. a. Sp.; τὸ ἐπιδέκατον, zum zehnten Teil, Andoc. 1, 96; τὰ χρήματα δημοσιεῦσαι, τὸ δ' ἐπιδέκατον τῆς θεοῦ εἶναι Xen. Hell. 1, 7, 10; Folgde.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui est un dixième ; ἐπιδέκατοι τόκοι ARSTT intérêts à 10 pour 100.
Étymologie: ἐπί, δέκατος.
Greek Monolingual
ἐπιδέκατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιέχει έναν ακέραιο αριθμό και ένα δέκατο
2. ο ένας από τους δέκα ή ένας στους δέκα
3. καταβολή δέκα τοις εκατό έναντι οφειλής ή ως παρακαταβολής
4. επί πλέον καταβολή ενός δεκάτου.
Greek Monotonic
ἐπιδέκᾰτος: -η, -ον, ένας στους δέκα· τὸ ἐπιδέκατον, το δέκατο, το ένα δέκατο, η δεκάτη (φόρος αγροτικών προϊόντων), σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδέκᾰτος: равный одной десятой: ἐπιδέκατοι τόκοι Arst. десять процентов (мат. тж. равный единице и одной десятой).
Middle Liddell
ἐπι-δέκᾰτος, η, ον
one in ten: τὸ ἐπιδέκατον the tenth, tithe, Xen., Dem., etc.