ἐπικαταβαίνω
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
A go down to a place, ἐς Πλαταιάς Hdt.9.25; πρὸς τὴν πόλιν Th.6.97; πρὸς τὴν θάλασσαν Id.7.23,35; extend downwards, ὀδύναι ἐς τὰς χεῖρας ἐ. Hp.Prorrh.2.40: metaph., [θεοὶ] ψυχῶν προέστησαν -βάντες Dam.Pr.130.
2. go down after or against an enemy, Hdt.8.38, Th.4.11, 7.84.
German (Pape)
[Seite 946] (s. βαίνω), 1) hinuntergehen zu, εἰς Πλαταιάς Her. 9, 25; πρὸς τὴν πόλιν Thuc. 6, 97; πρὸς τὴν θάλασσαν Plut. Cim. 13. – 2) hernach herabgehen, Thuc. 4, 11. – 3) = ἐπεξέρχομαι, Tab. Heracl.
French (Bailly abrégé)
descendre vers, particul. descendre vers la mer.
Étymologie: ἐπί, καταβαίνω.
Greek Monolingual
ἐπικαταβαίνω (Α)
1. κατεβαίνω σ’ ένα μέρος («πρὸς τὴν πόλιν... ἐπικαταβάντες», Θουκ.)
2. εκτείνομαι προς τα κάτω («ὀδύναι εἰς τὰς χεῖρας ἐπικαταβαίνουσαι», Ιπποκρ.)
3. εξέρχομαι εναντίον του εχθρού.
Greek Monotonic
ἐπικαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι,
1. κατεβαίνω σε ένα μέρος, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. κατέρχομαι εναντίον εχθρού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταβαίνω:
1 идти вниз, спускаться (ἐς Πλαταιάς Her.; πρὸς τὴν πόλιν Thuc.; πρὸς τὴν θάλασσαν Thuc., Plut.);
2 идти или приходить вслед (за кем-л.) Thuc., Arst.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι
1. to go down to a place, Hdt., Thuc.
2. to go down against an enemy, Thuc.