ἐπινυκτερεύω
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
pass the night at or in, ναυσί Heraclit.All.9; of water, stand for a night, Plu.2.690c.
German (Pape)
[Seite 966] dabei übernachten, die Nacht bleiben, Plut. Symp. 6, 4, 1.
French (Bailly abrégé)
passer la nuit sur ou près de, τινι.
Étymologie: ἐπί, νυκτερεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινυκτερεύω: (где-л.) проводить ночь, ночевать: ἐᾶν ἐπινυκτερεῦσαι Plut. оставить на ночь.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινυκτερεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα ἔν τινι, ταῖς ναυσὶ Πλούτ. 2. 690C, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. Ὁμ. 9.
Greek Monolingual
ἐπινυκτερεύω (Α)
περνώ κάπου τη νύχτα μου, διανυκτερεύω.