ἐπιστείχω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστείχω Medium diacritics: ἐπιστείχω Low diacritics: επιστείχω Capitals: ΕΠΙΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: episteíchō Transliteration B: episteichō Transliteration C: episteicho Beta Code: e)pistei/xw

English (LSJ)

approach, νᾶσον Pi.I.6(5).21; ἀήματα.. ἐ. χθόνα A.Eu. 906: abs., τὴν ἐπιστείχουσαν ἡμέραν E.Fr.816.7.

German (Pape)

[Seite 983] heran-, darüberhingehen; νᾶσον Pind. I. 5, 19; ἀνέμων ἀήματα χθόνα Aesch. Eum. 866.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s'approcher de, acc..
Étymologie: ἐπί, στείχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστείχω:
1 приходить, проходить (νᾶσον Pind.; χθόνα Aesch.);
2 наступать, приближаться (ἡ ἐπιστείχουσα ἡμέρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστείχω: πλησιάζω, νᾶσον Πινδ. Ι. 6. 5, 30· ἀήματα... ἐπ. χθόνα Αἰσχύλ. Εὐμ. 906· ἀπολ., τὴν ἐπιστείχουσαν ἡμέραν Εὐρ. Ἀποσπ. 813. 7.

English (Slater)

ἐπιστείχω set foot upon c. acc. ὔμμε τ' τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (-στείχοντι v.l.) (I. 6.21)

Greek Monolingual

ἐπιστείχω (Α)
πλησιάζω («ἐπιστείχειν νᾱσον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στείχω «πορεύομαι, πλησιάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιστείχω: μέλ. -ξω, πλησιάζω, με αιτ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ξω
to approach, c. acc., Aesch.