ἐπιφυτεύω
From LSJ
English (LSJ)
plant over or upon a thing, Ar.Pax 168 (anap.): metaph., in Pass., LXX 4 Ma.15.6.
German (Pape)
[Seite 1002] darauf pflanzen, Ar. Pax 168 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
planter sur.
Étymologie: ἐπί, φυτεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφυτεύω: (после) сажать, взращивать (ἐ. ἕρπυλλον ἄνω Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφῠτεύω: φυτεύω ἐπάνω ἢ ὑπεράνω τινός, μεταφ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 168.
Greek Monolingual
ἐπιφυτεύω (Α)
φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῖς», Αριστοφ.
β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (< φυτόν)].
Greek Monotonic
ἐπιφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω πάνω σε κάτι άλλο, σε Αριστοφ.