ἐπιφυτεύω

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφῠτεύω Medium diacritics: ἐπιφυτεύω Low diacritics: επιφυτεύω Capitals: ΕΠΙΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: epiphyteúō Transliteration B: epiphyteuō Transliteration C: epifyteyo Beta Code: e)pifuteu/w

English (LSJ)

plant over or upon a thing, Ar.Pax 168 (anap.): metaph., in Pass., LXX 4 Ma.15.6.

German (Pape)

[Seite 1002] darauf pflanzen, Ar. Pax 168 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

planter sur.
Étymologie: ἐπί, φυτεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφυτεύω: (после) сажать, взращивать (ἐ. ἕρπυλλον ἄνω Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφῠτεύω: φυτεύω ἐπάνωὑπεράνω τινός, μεταφ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 168.

Greek Monolingual

ἐπιφυτεύω (Α)
φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῖς», Αριστοφ.
β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (< φυτόν)].

Greek Monotonic

ἐπιφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω πάνω σε κάτι άλλο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. σω
to plant over or upon a thing, Ar.