ἑρμήνευμα
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
-ατος, τό,
A interpretation, explanation, in plural, E.Ph.470, HF1137, Ph.2.300.
2 symbol, monument, Νηρῇδος γάμων E.Andr.46.
German (Pape)
[Seite 1032] τό, die Auslegung, Deutung, οὐ δεῖ π οικίλων ἑρμηνευμάτων Eur. Phoen. 473; Andr. 46 Herc. Für. 1137.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
signification, symbole.
Étymologie: ἑρμηνεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμήνευμα: ατος τό
1 разъяснение, истолкование (οὐ δεῖ ποικίλων ἑρμηνευμάτων Eur.): ἄθλια ἑρμηνεύματα Eur. печальная повесть;
2 (наглядное), напоминание, памятник, (γάμων τινός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμήνευμα: τό, ἐξήγησις, ἑρμηνεία, Εὐρ. Φοίν. 470, Ἡρ. Μαιν. 1137. 2) σύμβολον, μνημεῖον, Νηρῇδος γάμων Εὐρ. Ἀνδρ. 46.
Greek Monolingual
το (AM ἑρμήνευμα) ερμηνεύω
ερμηνεία, εξήγηση
αρχ.
σύμβολο, μνημείο.
Greek Monotonic
ἑρμήνευμα: -ατος, τό (ἑρμηνεύω),·
I. εξήγηση, ερμηνεία, σε Ευρ.
II. σύμβολο, μνημείο, στον ίδ.
Middle Liddell
ἑρμήνευμα, ατος, τό, ἑρμηνεύω
I. an interpretation, explanation, Eur.
II. a symbol, monument, Eur.