ἔμπνοος
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
ἔμπνοον, contr. ἔμπνους, ἔμπνουν, (πνοή)
A with the breath in one, alive, οὐκ ἀπέθανε, ἀλλ' ἦν ἔμπνοος Hdt.7.181; ἔτ' ἔμπνους E.Ph.1442; ἔμπνους ἔτι ἀρθείς Antipho 2.1.9; ἔτι ἔμπνουν ὄντα Th.1.134; ἔ. ἐγένετο revived, Pl.Lg. 944a; μορφᾶς τύπος ἔμπνου, of a statue, Epigr.Gr.860.3; of pictures, τὸ ἔ. Philostr.VA2.20; also ἔ. νεκρός, of old age, Secund.Sent.12; θάλαττα πλωτὴ καὶ οἷον ἔ., of a sea which is not a dead calm, Philostr. Im.2.17.
II ἔ. μοῦσα, of a flute, Sopat.10.
2 blown upon, κόμη ὑπ. ἀνέμου ἔ. Philostr.Im.1.23: metaph., inspired, σεμνολογία ἔ., ὥσπερ ἐκ τρίποδος Id.VS1.25.10.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
1 que alienta, vivo de pers. οὐκ ἀπέθανε ἀλλ' ἦν ἔ. Hdt.7.181, ὁ δ' ἦν ἔτ' ἔ. E.Ph.1442, ἔ. γὰρ ἔτι ἀρθείς Antipho 2.1.9, cf. Th.1.134, I.AI 19.149, εἰ ... Πάτροκλος ἔ. ἐγένεθ' si Patroclo hubiera resucitado Pl.Lg.944a, Λάζαρον ... ἔμπνοον ἐψύχωσε Nonn.Par.Eu.Io.12.9, de cosas y abstr. εὐσεβίης θεοτερπέος ἔ. εἰκών viva imagen de la piedad grata a los dioses, SEG 48.1327.2 (Afrodisias IV d.C.?), ὅσα γαῖα ... ἔμπνοα βόσκει A.R.4.1509, ἡ γῆ Cleom.2.1.362, (γῆρας) ἔ. νεκρός Secund.Sent.18, de estatuas y otras obras artísticas τὸ Μύρωνος βοίδιον Anacr.205, μορφᾶς τύπον ἔμπνουν SEG 26.1021.9 (I a.C.), θάλαττα ... πλωτὴ ... καὶ οἷον ἔ. Philostr.Im.2.17.1, op. ἄπνους Aesop.36.1
•neutr. subst. τὸ ἔμπνουν ... διαφαίνεται en pinturas, Philostr.VA 2.20, λᾶαν ... ἀοιδαῖς ἔμπνοον ἔρδεν con sus cantos infundía vida a la piedra Orph.L.372, cf. 414.
2 movido por el aire (κόμη) ἐπειδὰν ὑπὸ ἀνέμου τινὸς ἔ. γένηται Philostr.Im.1.23
•de instrumentos de viento λωτὸς ... ἔμπνουν ἀνίει μοῦσαν la flauta emite un sonido de viento Sopat.10.3
•medic. ventilado de la sangre, op. θολερός Philostr.Gym.30.
3 inspirado σεμνολογία οὐχ ὑπτία, λαμπρὰ δὲ καὶ ἔ. Philostr.VS 542
•movido por un impulso divino (Πέτρος) ἔ. ... ἄνθορεν ἐκ μεγάροιο Nonn.Par.Eu.Io.20.3.
German (Pape)
[Seite 815] zsgzg. -πνους, -πνουν, athmend, lebendig; οὐκ ἀπέθανε, ἀλλ' ἦν ἔμπνοος Her. 7, 181; ὁ δ' ἦν ἔτ' ἔμπνους Eur. Phoen. 1442; Plat. Legg. XII, 944 a u. A., besonders von denen, die dem Tode nahe sind u. nur noch schwach athmen, röcheln; vgl. Thuc. 1, 134; Antiph. II α 9; ἔμπνους μαρτυρίη Philodem. 17 (V, 4), lebendige Zeugen.
French (Bailly abrégé)
v. ἔμπνους.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπνοος: стяж. ἔμπνους 2 дышащий, живой (ἔ. καὶ κινούμενος Plut.): ἔτ᾽ ἔ. Her., Eur., Thuc., Plat. еще дышащий, т. е. чуть живой: μαρτυρίη ἔ. Anth. живые свидетели.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ἔχων πνοὴν ἐν ἑαυτῷ, ἀναπνέων, ζῶν, οὐκ ἀπέθανε, ἀλλ’ ἦν ἔμπνοος Ἡρόδ. 7. 181· ἔτ’ ἔμπνους Εὐρ. Φοίν. 1442· ἔμπνους ἔτι ἀρθεὶς Ἀντιφῶν 116. 6· ἔτι ἔμπνουν ὄντα Θουκ. 1. 134· πρβλ. ἐμπνέω Ι. 2· μορφᾶς τύπος ἔμπνου, ἐπὶ ἀγάλματος, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 860. 3, πρβλ. 1102.
Greek Monotonic
ἔμπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που έχει πνοή μέσα του, που αναπνέει, ο ζωντανός, σε Ηρόδ., Αττ.