ἔμπτυσμα

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπτυσμα Medium diacritics: ἔμπτυσμα Low diacritics: έμπτυσμα Capitals: ΕΜΠΤΥΣΜΑ
Transliteration A: émptysma Transliteration B: emptysma Transliteration C: emptysma Beta Code: e)/mptusma

English (LSJ)

-ατος, τό, spitting on, LXX Is.50.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
escupitajo, salivazo como muestra de desprecio, gener. plu. τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων LXX Is.50.6, cf. Orac.Sib.8.289, Mac.Aeg.Hom.12.4, Pall.V.Chrys.16.147, sg., ref. la crucifixión de Cristo ῥάπισμα, ἔμπτυσμα, ἥλους καὶ ξύλον Chrys.M.50.816A, τὸ τῆς κατάρας ἔμπτυσμα Hsch.H.Hom.1.2.30.

German (Pape)

[Seite 818] τό, Speichel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπτυσμα: τό, πτύσιμον, πτύσμα, τὸ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ν΄, 6)· πρβλ. ἔκπτυσμα.

Greek Monolingual

το (Α ἔμπτυσμα)
το αποτέλεσμα του ἐμπτύω, το φτύσιμο μέσα σε κάτι ή εναντίον κάποιου.