ἕσπομαι

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕσπομαι Medium diacritics: ἕσπομαι Low diacritics: έσπομαι Capitals: ΕΣΠΟΜΑΙ
Transliteration A: héspomai Transliteration B: hespomai Transliteration C: espomai Beta Code: e(/spomai

English (LSJ)

later Ep. form of ἕπομαι (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1043] bei sp. Ep. praes. für ἕπομαι, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἕσπομαι: μεταγεν. Ἐπικ. τύπος τοῦ ἕπομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607, Διον. Π. 436, 1140, Ὀππ. Ἁλ. 3. 141, κτλ.· ἕσπεται εἶναι διάφ. γραφ. ἀντὶ ἔρχεται ἐν Ὀδ. Δ. 826, ἣν ἀπεδέξαντο ὁ Wolf και ὁ Spitzn.

Greek Monolingual

ἕσπομαι (Α)
επικ. τ. του έπομαι.

Greek Monotonic

ἕσπομαι: Επικ. τύπος του ἕπομαι, σε Ομήρ. Οδ.