ἕσπομαι
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
later Ep. form of ἕπομαι (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1043] bei sp. Ep. praes. für ἕπομαι, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἕσπομαι: μεταγεν. Ἐπικ. τύπος τοῦ ἕπομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607, Διον. Π. 436, 1140, Ὀππ. Ἁλ. 3. 141, κτλ.· ἕσπεται εἶναι διάφ. γραφ. ἀντὶ ἔρχεται ἐν Ὀδ. Δ. 826, ἣν ἀπεδέξαντο ὁ Wolf και ὁ Spitzn.
Greek Monolingual
ἕσπομαι (Α)
επικ. τ. του έπομαι.