ἡσυχαστικός
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡσυχαστική, ἡσυχαστικόν, soothing, τρόπος, of music, Aristid. Quint.1.19; ἦθος μελοποιίας Cleonid.Harm.13.
German (Pape)
[Seite 1178] der Ruhe angemessen, od. zum Besänftigen geeignet, Arist. Quint.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσυχαστικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τὸ καθησυχάζειν (τὴν ψυχήν), τρόποι ῥυθμοποιΐας τρεῖς, συσταλτικός, διασταλτικός, ἡσυχαστικὸς Ἀριστείδ. Κοϊντ. σ. 43. ΙΙ. μοναστικός, ἀσκητικός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἡσυχαστικός, -ή, -όν) ησυχαστής
νεοελλ.
1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στην καθησύχαση, καταπραϋντικός, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός («ησυχαστικές ειδήσεις»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοναχούς ή στους ησυχαστές και στα δόγματα τους
μσν.
1. ήσυχος, μοναχικός, ειρηνικός
2. προσεκτικός («κι' ἀκρόσ' ἡσυχαστική δῶσ' μου», Σουμμ.).
επίρρ...
ησυχαστικώς και -ά (Μ ἡσυχαστικῶς και -ά)
νεοελλ.
με καθησυχαστικό τρόπο, καταπραϋντικά
μσν.
κατά τον τρόπο των μοναχών ή τών ησυχαστών.