ὀφρυάω

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφρῠάω Medium diacritics: ὀφρυάω Low diacritics: οφρυάω Capitals: ΟΦΡΥΑΩ
Transliteration A: ophryáō Transliteration B: ophryaō Transliteration C: ofryao Beta Code: o)frua/w

English (LSJ)

(ὀφρῦς ΙΙ) to have ridges or hills, Κόρινθος ὀφρυᾷ τε καὶ κοιλαίνεται proverb. in Str.8.6.23; cf. ὀφρυόεις.

German (Pape)

[Seite 428] Anhöhen haben, hügelig sein, im Gegensatz von κοιλαίνομαι, poet. bei Strab. 8, 6 p. 382.

French (Bailly abrégé)

ὀφρυῶ :
s'élever en forme de montagne escarpée.
Étymologie: ὀφρύη.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφρυάω: (ὀφρὺς ΙΙ) εἶμαι ὀφρυόεις, ὀρεινός, Κόρινθος ὀφρυᾷ τε καὶ κοιλαίνεται, παροιμ. παρὰ Στράβ. 382· πρβλ. ὀφρυόεις.

Greek Monotonic

ὀφρυάω: (ὀφρύς II), έχω σειρές λόφων, έχω οροσειρές, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὀφρυάω, ὀφρύς II]
to have ridges, Strab.