ὁμοφυής
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ὁμοφυές, cognate, of the same growth, of the same age, or of the same nature, Pl.Phd. 86b, R.458c; τινι with one, ib.439e; ἄμφω ὁμοφυέα, of hands and feet, Aret. SD2.12. Adv. ὁμοφυῶς Procl.in Prm.p.625 S.
German (Pape)
[Seite 341] ές, von gleichem Wuchse, gleicher Statur; Plat. Phaed. 86 a; τινί, Rep. IV, 439 e; Sp., wie D. Sic.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de même croissance ou de même nature que, τινι.
Étymologie: ὁμός, φύω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοφῠής: одной и той же природы, обладающий одинаковыми свойствами (ὁ. καὶ συγγενής Plat.): ὁ. τινι Plat. близкий по своей природе к чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφυής: -ές, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν φύσιν, Πλάτ. Φαίδων 86Α, Πολ. 458C· τινι, μετά τινος, αὐτόθι 439Ε· ἄνθρωπος γὰρ ὤν ὁμοφυῶν βασιλεύεις, μνημονεύεται ἐκ τῆς Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστορίας.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοφυής, -ές)
αυτός που έχει τήν ίδια φύση ή τις ίδιες φυσικές ιδιότητες με άλλον ή με άλλους.
επίρρ...
ομοφυώς (ΑΜ ὁμοφυῶς)
με όμοιες φυσικές ιδιότητες, με όμοια φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φυής (< φύομαι), πρβλ. νεοφυής].
Greek Monotonic
ὁμοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει την ίδια ανατροφή ή την ίδια φύση, σε Πλάτ.