ὁμόσπλαγχνος
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ὁμόσπλαγχνον, = ὁμογάστριος, A.Th.890, S.Ant.511.
German (Pape)
[Seite 340] aus demselben Eingeweide, = ὁμογάστριος, verwandt; πλευρώματα, Aesch. Spt. 871; Soph. Ant. 507.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né des mêmes entrailles, fraternel.
Étymologie: ὁμός, σπλάγχνον.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόσπλαγχνος: вышедший из того же чрева, единоутробный Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόσπλαγχνος: -ον, = ὁμογάστριος, Αἰσχύλ. Θήβ. 872, Σοφ. Ἀντ. 511.
Greek Monolingual
ὁμόσπλαγχνος, -ον (Α)
αυτός που γεννήθηκε από τα ίδια σπλάγχνα με κάποιον άλλο, ομογάστριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σπλάγχνα (πρβλ. εύσπλαγχνος)].
Greek Monotonic
ὁμόσπλαγχνος: -ον, = ὁμογάστριος, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
ὁμό-σπλαγχνος, ον, = ὁμογάστριος, Aesch., Soph.]