ὑπαιδέομαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
c. acc., show some respect for another, X.HG5.3.20.
German (Pape)
[Seite 1180] (s. αἰδέομαι), sich etwas schämen, etwas Ehrfurcht vor Einem haben, τινά, Xen. Hell. 5, 3, 20.
French (Bailly abrégé)
ὑπαιδοῦμαι;
s'incliner avec respect : τινα devant qqn.
Étymologie: ὑπό, αἰδέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαιδέομαι: относиться с некоторым уважением, уважать (τινὰ ὥσπερ πρεσβύτερον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαιδέομαι: μετ’ αἰτιατ., δεικνύω σεβασμὸν πρός τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20.
Greek Monotonic
ὑπαιδέομαι: δείχνω σεβασμό προς κάποιον, τινα, σε Ξεν.