ὑπεργέμω

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεργέμω Medium diacritics: ὑπεργέμω Low diacritics: υπεργέμω Capitals: ΥΠΕΡΓΕΜΩ
Transliteration A: hypergémō Transliteration B: hypergemō Transliteration C: ypergemo Beta Code: u(perge/mw

English (LSJ)

to be overfull, τινος of a thing, Alex.83, Plb.4.75.8; χρημάτων Trag.Adesp. 486: abs., Alex.216, D.S.3.17.

German (Pape)

[Seite 1193] überfüllt oder überladen sein, τινός, mit Etwas, παντοδαπῆς ὠφελείας, Pol. 4, 75, 8; Alciphr. 3, 11; μοχθηρίας, Alexis bei Ath. X, 419 b.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεργέμω: быть перегруженным, отягощенным (τινός Polyb.): ὑπεργέμων καὶ δύσπνους Diod. задыхаясь от переполнения.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεργέμω: εἶμαι ὑπερβαλλόντως πλήρης πράγματός τινος, γόγγρου δ’ ὁμοῦ σωρευτὰ πιμελῆς μέλη ὑπεργέμοντα Ἄλεξις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας» 1, Πολύβ. 4. 75, 8, Διόδ. κλπ.· ἀπολ., ὡς ἡδὺ πᾶν τὸ μέτριον. οὔθ’ ὑπεργέμων ἀπέρχομαι νῦν οὔτε κενὸς Ἄλεξις ἐν «Συντρόφοις» 1.

Greek Monolingual

Α
είμαι υπερβολικά γεμάτος, περισσότερο από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + γέμω «είμαι γεμάτος»].