ὑπεροικέω
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
dwell above or beyond, c. gen., Hdt.4.13,21,37, Str.7.7.8: also c. acc., ὑ. τὸ Πάγγαιον πρὸς βορέω ἀνέμου Hdt.7.113, cf. Paus.4.35.5, Luc.Alex.9.
German (Pape)
[Seite 1199] darüber oder jenseits wohnen; τινός, Her. 4, 13. 21. 37; τί, 7, 113; Luc. Alex. 9.
French (Bailly abrégé)
ὑπεροικῶ :
habiter ou résider au-dessus de ou au delà de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, οἰκέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροικέω: жить выше, т. е. по ту сторону: ὑ. τινος и τι Her. жить по ту сторону чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροικέω: κατοικῶ ὑπεράνω ἢ πέραν, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 4. 13, 21, 37· ἀλλὰ καὶ μετ’ αἰτ., ὑπεροικέοντας δὲ τὸ Πάγγαιον πρὸς βορέω ἀνέμου Παίονας ὁ αὐτ. 7, 113.
Greek Monotonic
ὑπεροικέω: μέλ. -ήσω, κατοικώ, ζω, διαμένω υπεράνω ή πέρα από, με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to dwell above or beyond, c.gen., Hdt.; also c. acc., Hdt.