ὑποστίζω
From LSJ
English (LSJ)
A make somewhat variegated or spotted, Nonn. D. 1.333; ὑπεστιγμένοι ὀφθαλμοί Philostr.Gym.25.
II Gramm., put a comma, Phlp. in Mete.99.10.
French (Bailly abrégé)
1 piqueter, tacheter;
2 t. de gramm. ponctuer d'une virgule.
Étymologie: ὑπό, στίζω.
German (Pape)
(στίζω), etwas bunt od. fleckig machen, Sp., wie Nonn.
Bei den Gramm. ein Unterscheidungszeichen, besonders ein Komma oder Kolon setzen.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστίζω: грам. ставить запятую.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστίζω: μέλλ. -ξω, κάμνω ὀλίγον ποικίλον ἢ κατάστικτον, Νόνν. Διονύσ. 1. 332. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ., γράφω ὑποστιγμὴν ἢ κόμμα· ― οὕτω ῥημ. ἐπίθ. ὑποστικτέον.
Greek Monolingual
ὑποστίζω ΝΜΑ στίζω
ποικίλλω, διακοσμώ με στίγματα
νεοελλ.
γραμμ. βάζω υποοτιγμή, βάζω κόμμα.