ὑποϊάχω
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English (LSJ)
[ᾰ], sound forth a little or in answer, κράνα ὑ. AP9.314 (Anyt., s.v.l.).
French (Bailly abrégé)
murmurer en dessous ou doucement.
Étymologie: ὑπό, ἰάχω.
German (Pape)
ein wenig od. unten hervortönen, κρήνη Anyte 9 (IX.314).
Russian (Dvoretsky)
ὑποϊάχω: (ᾰ) тихо шуметь, журчать (κρήνη ὑποϊάχει Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποϊάχω: [ᾰ], ἰάχω, φωνάζω ὀλίγον ἢ εἰς ἀπάντησιν, Ἀνθ. Π. 9. 314, ἔνθα ὁ Spitzn. (Vers. Her. 203) ὑπεκπροχέει, ὁ Schäf. ὑποπροχέει.
Greek Monolingual
Α
εκβάλλω χαμηλό ήχο ή εκβάλλω ήχο ως απάντηση («ψυχρὸν δ' ἀχραὲς κράνα ὑποϊάχει», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἰάχω «βγάζω κραυγή, φωνάζω»].