ὑποϊάχω

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποϊάχω Medium diacritics: ὑποϊάχω Low diacritics: υποϊάχω Capitals: ΥΠΟΪΑΧΩ
Transliteration A: hypoïáchō Transliteration B: hypoiachō Transliteration C: ypoiacho Beta Code: u(poi+a/xw

English (LSJ)

[ᾰ], sound forth a little or in answer, κράνα ὑ. AP9.314 (Anyt., s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

murmurer en dessous ou doucement.
Étymologie: ὑπό, ἰάχω.

German (Pape)

ein wenig od. unten hervortönen, κρήνη Anyte 9 (IX.314).

Russian (Dvoretsky)

ὑποϊάχω: (ᾰ) тихо шуметь, журчать (κρήνη ὑποϊάχει Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποϊάχω: [ᾰ], ἰάχω, φωνάζω ὀλίγον ἢ εἰς ἀπάντησιν, Ἀνθ. Π. 9. 314, ἔνθα ὁ Spitzn. (Vers. Her. 203) ὑπεκπροχέει, ὁ Schäf. ὑποπροχέει.

Greek Monolingual

Α
εκβάλλω χαμηλό ήχο ή εκβάλλω ήχο ως απάντηση («ψυχρὸν δ' ἀχραὲς κράνα ὑποϊάχει», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἰάχω «βγάζω κραυγή, φωνάζω»].