ῥακενδύτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, = ῥακοδύτης, Cat.Cod.Astr.8(4).165.
German (Pape)
[Seite 833] ὁ, Lumpen anziehend, sich mit Lumpen bekleidend (?).
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰκενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ φορῶν ῥάκη, ἐπώνυμον Ἰωσήφ τινος μοναχοῦ γράψαντος περὶ τῶν ῥητόρων, Ρήτορες (Walz) 3. 465 κἑξ.· θηλ. ῥακενδύτις, -ιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8721. 11· ὡσαύτως ῥακένδῠτος, ον, Ἡσύχ.· καὶ ῥῆμα ῥακενδῠτέω, φορῶ ῥάκη, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
ο / ῥακενδύτης, ΝΜΑ, θηλ. ῥακενδύτις, -ιδος, Α
αυτός που φορά κουρέλια, κουρελής, ρακένδυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. επενδύτης)].