Ῥωμαϊστί
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
Adv. in Latin, App.Mith.2, Plu.2.318d, etc.
German (Pape)
[Seite 854] adv., auf römische Art, in römischer Sprache, auf römisch, Plut. Rom. 5 A.
French (Bailly abrégé)
adv.
en langue romaine, en latin.
Étymologie: Ῥωμαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
Ῥωμαϊστί: Ἐπίρρ., Λατινιστί, Ἀππ. Μιθρ. 2, Πλούτ. 2. 318D, κ. ἀλλ.
English (Strong)
adverb from a presumed derivative of Ῥώμη; Romaistically, i.e. in the Latin language: Latin.
English (Thayer)
adverb, in the Roman fashion or language, in Latin: Epictetus diss. 1,17, 16; Plutarch, Appian, others.)
Greek Monolingual
ῥωμαϊστί, ΝΑ ῥωμαΐζω
επίρρ. (τροπ.) στη γλώσσα τών Ρωμαίων, στη λατινική γλώσσα, λατινιστί, λατινικά («καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ῥωμαϊστί», ΚΔ).
Greek Monotonic
Ῥωμαϊστί: επίρρ., στα Λατινικά, Λατινιστί, σε Πλούτ.
Chinese
原文音譯:`Rwma?sti 羅馬衣士提
詞類次數:副詞(1)
原文字根:羅馬(文)
字義溯源:羅馬文,拉丁文,拉丁語的;源自(Ῥώμη)=能力), (Ῥώμη)出自(ῥώννυμι)=加力,健康),而 (ῥώννυμι)出自(ῥώννυμι)X*=擲)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 羅馬文(1) 約19:20