extensión
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Spanish > Greek
ἅλς, ἀναπτυχή, ἀνάτασις, ἀπέκτασις, ἀπότασις, ἀριθμός, διαπέτασμα, διάστασις, διάστημα, διάτασις, διάχυσις, ἔκταμα, ἔκτασις, ἐκτένεια, ἐκτενία, ἔντασις, ἐξάπλωμα, ἐξάπλωσις, ἐξελκυσμός, ἐπανάτασις, ἐπέκτασις, ἐπίταμα, ἐπίτασις, κατάτασις, παράτασις, παρέκτασις, περίτασις, τάσις, τὸ ἐκτενές, ὑπότασις