pedo

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Latin > English (Lewis & Short)

(1) pēdo: pĕpēdi (pēdĭtum), 3, v. n. for perdo, Sanscr. root pard-; Gr. πέρδω, πορδή; cf. Germ. Furz; Engl. fart,
I to break wind, Hor. S. 1, 8, 46; Mart. 10, 14, 10.—Part. as subst.: pēdĭtum, = fart, crepitus ventris, Cat. 54, 3.
(2) pĕdo: āvi, ātum, 1, v. a. pes,
I to foot, i. e. to furnish with feet; hence, *
I Male pedatus, ill set on his feet, Suet. Oth. 12.—
II To prop up trees or vines: vineae pedandae cura, Col. 4, 12.
(3) pĕdo: ōnis, m. pes,
I one who has broad feet, a splay-foot: pedo, plancus, πλατύπους, Gloss. Philox.

Latin > French (Gaffiot 2016)

(1) pĕdō, ātum, āre (pes), tr., échalasser : Col. Rust. 4, 12.
(2) pēdō,¹⁶ pĕpēdī, pēdĭtum, ĕre, intr., péter : Hor. S. 1, 8, 46 ; Mart. 10, 14, 10.
(3) pĕdō, ōnis, m. (pes), qui a de grands pieds : Gloss. Phil.

Latin > German (Georges)

(1) pedo1, āvī, ātum, āre (pes), den Wein und andere schwache Gewächse durch Pfähle stützen, vineam, Colum. u. Plin.
(2) pēdo2, pepēdī, pēditum, ere, einen (Wind) streichen lassen, farzen, Hor. u. Mart.: deciesque viciesque, Mart. – Partic. subst., pēditum, ī, n. = crepitus ventris, der Wind, der Furz, Catull. 54, 3.

Spanish > Greek

  1. drunk: ἀκρατοκώθων, ἀμπέλινος, βεβρεγμένος, διάχριστος, ἔξοινος, ἐξῳνωμένος, κάτοινος, μέθῃ βρεχθείς, μεθυπλήξ, μεθυσθείς, μέθυσος, μεθυστάς, μεθυστής, μεθύων, οἰνοβρεχής, οἰνόληπτος, οἰνοπλήξ, οἰνόφλυξ, οἰνῳθείς, παροινικός, πάροινος, πεπωκώς, ποτός, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, ᾠνωμένος
  2. fart: ἀνεμία, ἀποπνευματισμός, ἀποπνευμάτωσις, ἀποπορδή, ἀποψόφησις, ἐκπνευμάτωσις, ἐμφύσησις, κενόπρησις, ματαϊσμός, ματᾳσμός, παππάξ, πεπραδίλη, πέρδησις, πορδή, πράδησις, πραδίλη, τλήμων γαστρὸς ἔριθος
  3. drunkenness: ἀποψόφησις, βακχεία, βδόλος, ἐκμέθυσμα, ἐξοινία, μέθη, μέθυσις, οἰνοφλυγία, οἴνωσις, τὸ πάροινον
  4. problem: διαπόρημα, τὸ δυσπετές, ἀπόρησις, ἀπόρημα, δυσχέρεια, δυσέργεια, διαπορία