άμβροτος

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

ἄμβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος
2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός
3. εξαίσιος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός του ουσ. θεός. Αργότερα η λ. αντικαταστάθηκε από το επίθ. ἀθάνατος. Ετυμολογικά πρόκειται για σύνθετη λ. που σχηματίζεται από - στερ και βροτός
παρόμοιοι τ. απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. ινδ. a-mŕta-, αβεστ. a-m aša- «αθάνατος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβροτόπωλος.