έμφαση

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266

Greek Monolingual

η (AM ἔμφασις)
1. η δύναμη και ενάργεια της εκφράσεως, έντονη έκφραση, υπογράμμιση
2. εκφραστική δύναμη
3. έντονο ή στομφώδες ύφος, έξαρση
αρχ.
1. αντανάκλαση σε λεία επιφάνεια, εγκατόπτριση, ανταύγεια
2. εικόνα, ομοίωση
3. εξωτερική όψη, εμφάνιση
4. εντύπωση
5. ιδέα, αντίληψη
6. έκθεση, διήγηση
7. εξήγηση, ερμηνεία
7. σημασία, έννοια
8. νύξη, υπαινιγμός
9. (για μύθο) επιμύθιο.