έξαρμα
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
Greek Monolingual
το (AM ἔξαρμα) εξαίρω
1. άρση, ύψωση, ύψωμα του εδάφους, λόφος
2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο
3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα
ειδικ. «το έξαρμα του πόλου» — το ύψος του ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα του παρατηρητή, που είναι ίσο με τη γωνία που σχηματίζει ο άξονας της γης και ο ορίζοντας ή με το γεωγραφικό πλάτος του τόπου
μσν.
(για λόγο) ύψος, ένταση, όγκος, έξαρση
αρχ.
(για πρόσ.) έξοχο πλεονέκτημα.