ήδομαι

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α)
1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» — με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.)
2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦν τά σε» — με χαρά σε άκουσα να επαινείς τον πατέρα σου, Σοφ.)
3. (η μτχ. ως επίθ.) ηδόμενος, -ένη, -ον
γεμάτος χαρά, ευχαριστημένος («ἡδομένᾳ ψυχᾷ», Ευρ.)
4. (μτχ. ενεστ. στη φρ.) «ἡδομένῳ μοί ἐστί τι» — με ευχαριστεί κάτι
5. (ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ἥδοντα
οι χαρές, οι τέρψεις
6. φρ. α. «ἥδομαί τινι» — ευφραίνομαι με κάτι ή για κάτι
β. (μόνο μια φορά με γεν.) «ἥσθη πώματος» — γεύθηκε το ποτό, απόλαυσε το ποτό, ήπιε με ευχαρίστηση, Σοφ.
γ. (επίσης με εμπρόθ. προσδ.) «ἥδομαι ἐπί τινι», ή «ἥδομαι ὑπέρ τινος» — ευχαριστούμαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι
δ. (και με αιτιολ. πρότ.) «ὡς ἥδομαι ὅτι» — πόσο ευχαριστούμαι που, Αριστοφ.
7. (ειρωνικώς) διασκεδάζω με κάτι («ἥσθην ἀπειλαῑς» — διασκέδασα με τις απειλές σου, Αριστοφ.)
8. (το ενεργ. σπάν.) ἥδω
ευχαριστώ, ευφραίνω κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο θεματ. ενεστ. ήδομαι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swād- «γλυκός» και αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. svādate «γίνομαι γευστικός, νόστιμος», με παράλληλο και συνηθέστερο τ. svadate, -ti «είμαι εύγευστος, αρέσω» και «κάνω κάτι εύγεστο, γλυκαίνω». Το ένσιγμο θ. του ήδος, που ανήκει στην ίδια οικογένεια, και τα σύνθετα του σε -ηδής συνδέονται με αρχ. ινδ. pra-svādas- «ευχάριστο», ενώ το παράγωγο ηδονή με αρχ. ινδ. svād-ana- «αυτό που κάνει κάτι εύγευστο» (βλ. και ανδάνω).
ΠΑΡ. ηδονή.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανήδομαι, αντεφήδομαι, ενήδομαι, εφήδομαι, προήδομαι, προσήδομαι, συνήδομαι, υπερήδομαι].