Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγκύλη

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

η (Α ἀγκύλη) ἀγκύλος
νεοελλ.
συνήθως στον πληθ. οι αγκύλες
1. τα τυπογραφικά σημεία [], μέσα στα οποία τίθεται παρενθετικά τμήμα του λόγου
2. Μαθημ. το σύμβολο []. Χρησιμοποιείται στη γραφή παραστάσεων που αναφέρονται σε σύνολα εφοδιασμένα με πράξεις, για την αποσαφήνιση της σειράς με την οποία νοούνται οι σημειωμένες πράξεις και έτσι την αποφυγή παρερμηνείας
αρχ.
1. καμπή, κλείδωση του αγκώνα, του καρπού ή του γόνατου
2. σκλήρυνση και κύρτωση των αρθρώσεων, αγκύλωση
3. βρόχος, θηλιά
4. ιμάντας ακοντίου
5. ακόντιο
6. χορδή τόξου
7. γάντζος, άγκιστρο, κρίκος.