αγκύλος
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγκύλος, -η, -ον)
κυρτός, καμπύλος, γαμψός
αρχ.
1. (για το ύφος του λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος
β) σαφής, λιτός
2. πονηρός, πανούργος
3. αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από τη ρίζα ἀγκ- όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῦμαι, ἀγκυλῶ νεοελλ. αγκυλότητα, αγκυλώνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγκυλοβλέφαρος, ἀγκυλόγλωσσος, ἀγκυλόδους, ἀγκυλομήτης, ἀγκυλόπους, ἀγκυλότοξος κ.ά.
μσν.
ἀγκυλοκοπῶ, ἀγκυλόρρινος].