αγκώνας
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
και άγκωνας, ο (ΑΜ ἀγκών)
1. η εξωτερική καμπή του χεριού μεταξύ του βραχίονα και του αντιβραχίονα
2. κάθε γωνιώδης καμπή ή γωνία
αρχ.
1. βραχίονας, μπράτσο
2. (για τα πόδια τών ζώων) κλείδωση, άρθρωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από ρίζα ἀγκ- (όπως τα ἀγκάλη, ἄγκος, ἀγκύλη, ἄγκυρα, κ.ά.), με πρόσθεση του προσφύματος ν.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκάς, ἀγκωνίσκος
νεοελλ.
αγκωνάγρα, αγκωνιά, αγκωνιαίος, αγκωνωτός.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. αγκωνοειδής
νεοελλ.
αγκωνή, αγκωνοδέτης, αγκωνόπονος].