αζαλέος

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

ἀζαλέος, -α, -ον (Α)
1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος
2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος
μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός
3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄζω- το επίθημα l του ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση του έρρινου επιθήματος n τών ρημάτων ἀζάνω / ἀζαίνω (πρβλ. και το συνώνυμο ἰσχαλέος παρά τα ἰσχναίνω / ἰσχνόω)].