αηδία

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀηδία)
1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά
2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια
νεοελλ.
ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα
αρχ.
1. δυσαρέσκεια
2. μισητή, οχληρή παρουσία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδής.
ΠΑΡ. αηδιάζω].