αλέγω

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

ἀλέγω (Α)
1. φροντίζω, μεριμνώ, απασχολούμαι, με μέλει για κάτι, νοιάζομαι για κάτι
2. προσέχω, εκτιμώ, σέβομαι
3. συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, λογαριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ποιητική κυρίως λέξη, που απαντά μόνο σε χρόνο ενεστώτα και χρησιμοποιείται συνήθως με άρνηση. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τη λ. ἄλγος δημιουργεί πολλά προβλήματα (βλ. ἄλγος). Κατ’ άλλους η λ. είναι σύνθετη με β΄ συνθετικό το ρήμα λέγω «απαριθμώ, διεξέρχομαι, υπολογίζω» — ά συνθ. της λ. είναι η μηδενισμένη βαθμίδα του προθήματος εν-, Η β΄ ερμηνεία μειονεκτεί κατά το ότι η μηδενισμένη βαθμίδα του προθήματος εν-στην Ελληνική είναι σπάνιο φαινόμενο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεγίζω, ἀλεγύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνηλεγής, ἀπηλεγής, ἐπηλεγής, δυσηλεγής.