ανάδοση

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

η (Α ἀνάδοσις)
(για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση
νεοελλ.
1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα
2. πρωινή δροσιά
αρχ.
1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα
2. εκπνοή
3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση
4. έμπνευση, παρόρμηση
5. (για γνώσεις) αφομοίωση, εμπέδωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδίδωμι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδοσιά Ι].