απαρτώ

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

ἀπαρτῶ (-άω) (Α) αρτώ
1. εξαρτώ, κρεμώ
2. στραγγαλίζω, απαγχονίζω
3. αποσπώ, αποχωρίζω
4. μτφ. εξαρτώ κάτι από κάπου
5. (αμτβ. ενεργ.) φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ
6. (για πέτρα σε σφεντόνα) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι ελεύθερα
7. (για λόγους) είμαι ασύμφωνος, αντίθετος
8. παθ. κρέμομαι χαλαρά.