απεργάζομαι
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
(AM ἀπεργάζομαι, Μ κ. ἀπεργάζω)
Ι. νεοελλ. μηχανεύομαι, προετοιμάζω κάτι κακό
αρχ.-μσν.
καθιστώ
αρχ.
1. αποτελειώνω κάτι
2. ζωγραφίζω με λεπτομέρειες
3. αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας
4. προξενώ, δημιουργώ
5. μετατρέπω κάτι σε κάτι άλλο
6. εξοφλώ χρέος
7. (μτχ. πρκμ.) (Ι) ἀπειργασμένος
τέλειος, τέλεια καμωμένος
II. μσν. ἀπεργάζω
1. κατασκευάζω με τέχνη
2. προξενώ, δημιουργώ, παράγω.